- κρασοκανάτα
- η1) графин для вина; 2) пьяница, пьянчужка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρασοκανάτα — η 1. η κανάτα τού κρασιού 2. μτφ. άνθρωπος που πίνει πολύ κρασί, μέθυσος, κρασοπατέρας, μπεκρής … Dictionary of Greek
κρασοκανάτα — η η κανάτα του κρασιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαστέρα — Πήλινο αγγείο με ένα χερούλι. Χρησιμοποιείται στην Κρήτη ως κρασοκανάτα και χωράει περίπου ένα κιλό κρασί. * * * η η γάστρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθεμ. + γαστέρα*. ΠΑΡ. αγαστερικό, αγαστερό] … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
κρασοκανάτας — ο [κρασοκανάτα] αυτός που πίνει πολύ κρασί, μέθυσος, μπεκρής … Dictionary of Greek
Κρατίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος κωμωδιογράφος (περ. 520 – 423; π.Χ.). Θεωρείται ο δημιουργός της πολιτικής σάτιρας. Έχουν σωθεί αξιόλογα αποσπάσματα 24 κωμωδιών του, ενώ είναι γνωστοί οι τίτλοι 28 έργων του. Υποστήριζε το… … Dictionary of Greek